- θηλύσπορος
- θηλύ-σπορος, γέννα, weiblich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
θηλύσπορος — θηλύσπορος, ον (Α) φρ. «θηλύσπορος γέννα» οι κόρες τού Δαναού, ο οποίος δεν είχε αγόρια, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
θηλύσπορος — of female kind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… … Dictionary of Greek